- επινωτίζω
- ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω]1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.)2. επιτίθεμαι από τα νώτα3. μέσ. ἐπινωτίζομαιπαίρνω κάποιον στις πλάτες μου.
Dictionary of Greek. 2013.